Με όσα συμβαίνουν τελευταία έχω την αίσθηση ότι η πλειοψηφία της ελληνικής
κοινωνίας έχει µετατραπεί σε εκτροφείο µίσους, αν όχι θερμοκήπιο βίας, για ό,τι
αποτελεί τον σύγχρονο κόσµο: πολιτικούς, κόμματα, Βουλή, μέσα ενημέρωσης,
τράπεζες, επιχειρείν. Υπάρχουν μειονότητες που δρουν εκτός ελέγχου ουκ ολίγες
φορές, εκτός νόµου, αν όχι εκτός δηµοκρατικού πλαισίου, με τη Πολιτεία να
παρακολουθεί ωσάν σε λήθαργο, καταφεύγοντας απλά σε διαπιστώσεις και λεκτικά
πυροτεχνήματα, με τους περισσότερους πολίτες σε ομηρία ανεύθυνων φαφλατάδων,
εθνικολαϊκιστών, μπαχαλάκηδων, νοσταλγών ολοκληρωτισμών και φασιστικών
πρακτικών.
Πώς τα καταφέραμε έτσι;
Ποια ακριβώς στοιχεία συντέλεσαν στο να μην μπορούμε να
καταδικάσουμε πχ. απερίφραστα χωρίς ναι μεν, αλλά ούτε καν 6 χρόνια μετά, τη
δολοφονία τριών εργαζόμενων, νέων, συμπολιτών μας, αλλά να μιλάμε για δικούς μας
και δικούς σας νεκρούς, όπως ακριβώς γινόταν δηλαδή και επί Εμφυλίου; Πώς
φτάσαμε π.χ. να στοχοποιούνται όσοι δημοσιογράφοι δεν είναι της αρεσκείας ή των
αντιλήψεων της κυβέρνησης, όπως ακριβώς ήταν και προ Μεταπολίτευσης; Πώς
καταντήσαμε π.χ. να χορεύουμε σε ρυθμούς βλαχομπαρόκ επί εθνικών εορτών παρέα
με υπουργούς σε πλατείες και να χειροκροτούμε εκστασιασμένοι σε επιδείξεις
στρατιωτικών ασκήσεων, όπως ακριβώς γινόταν και επί Χούντας;
Γιατί εντέλει αυτό το απίθανο πισωγύρισμα στις χειρότερες
πρακτικές του πολιτικού παρελθόντος;
Τι έχει οδηγήσει σε αυτή τη γενικευμένη πολιτική και θεσμική
όμως –θα μου επιτρέψετε- παράκρουση με το ΤΕΕ να απειλεί βουλευτές, του Πρωθυπουργού
συμπεριλαμβανομένου, ότι αν ψηφίσουν το Ασφαλιστικό θα διαγραφούν λόγω
"πειθαρχικού παραπτώματος", με το να μεταφέρεται η αργία
της Πρωτομαγιάς και στη συνέχεια να μεταφέρεται η εκ μεταφοράς απεργία,
με την πρόεδρο του Αρείου Πάγου –γιατί ορισμένοι δεν ξεχνάμε, έχουμε αυτό το
ελάττωμα- να υποβάλει μήνυση σε βάρος του συνταγματολόγου Σταύρου Τσακυράκη επειδή
ο τελευταίος τόλμησε –άκουσον-άκουσον εν καιρω δημοκρατίας- να της ασκήσει
κριτική;
Για να το πω πιο ωμά:
πώς καταλήξαμε σε αυτή την ιλαροτραγωδία; Το ότι η χώρα παραπαίει από το Κοινοβούλιο,
την Πολιτεία, μέχρι τον πιο μικρό φορέα της πού οφείλεται;
Η αναβλητικότητα των μεταρρυθμίσεων σε βασικές δομές του
Κράτους που διάβασα χτες σε δημοσίευση φίλων στο facebook, αποτελεί σίγουρα έναν
λόγο της υστέρησης της ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνοι. Δεν εξηγεί, όμως επαρκώς
την "προσκόλληση" στον εθνικισμό, τη δημαγωγία, τον αντιευρωπαϊσμό. Επιμένουμε
αμυντικά, συντηρητικά, φοβικά, μέχρι και αντιδημοκρατικά τελευταία. Στην καλύτερη
σημειωτόν, στη χειρότερη πίσω ολοταχώς.
Αναμφίβολα η κοινωνική κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» το
καλοκαίρι του 2011 ήταν -ας μου επιτραπεί ο όρος- η big mother της κυριαρχίας
του εθνικολαϊκισμού που συνοδεύτηκε από μια συνωμοσιολογική κατανόηση και
εξήγηση της πραγματικότητας και στη συνέχεια με ροπή των υποκείμενων της προς
τον μανιχαϊσμό, τον ανορθολογισμό και τη μνησικακία. Ο τρόπος που συγκροτήθηκαν αυτές οι δυνάμεις της
πλατείας, οι ιδεολογίες που επικαλέστηκαν, οι πρακτικές που υιοθέτησαν, το
κινηματικό σύμπαν εντός του οποίου άνθησαν, οικειοποιήθηκαν από τρεις κατά βάση
πολιτικές δυνάμεις: την Χρυσή Αυγή στο πάνω μέρος της πλατείας, τον Σύριζα στο
κάτω μέρος της και μια μερίδα συμπολιτών μας στο ενδιάμεσο που στη συνέχεια εξελίχτηκε
στους ΑΝΕΛ.
Η συνέχεια γνωστή. Η ΧΑ τρίτη πολιτική δύναμη στο ελληνικό
κοινοβούλιο, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κυβέρνηση. Τυχαίο; Στην πολιτική τίποτε δεν προκύπτει
από το πουθενά και ξαφνικά. Και εξηγούμαι: για πολλά χρόνια στην Ελλάδα καλλιεργήθηκε
η αντίληψη του πάντοτε αγνού, ενάρετου, σοφού λαού, του
προδομένου όμως –μην ξεχνιόμαστε, δώστε βάση- από τους «αποπάνω» (την
«ελιτ=αστική τάξη/επιχειρηματίες», τη «διαπλοκή=μέσα μαζικής ενημέρωσης») στην
υπηρεσία των «απέξω» (Αμερικάνοι πριν, Γερμανοί τώρα). Οι «απέξω» μέχρι και
σήμερα είναι το τρισκατάρατο «σύστημα», ενώ οι «αποπάνω», το απεχθές
«κατεστημένο».
Κάθε φορά που προκύπτει το οποιοδήποτε πρόβλημα φταίει το
διεθνές σύστημα και το εγχώριο κατεστημένο. Ποτέ εμείς ως κοινωνία με τις
επιλογές και τις συμπεριφορές μας. Πάντα οι άλλοι.
Εν κατακλείδι, η παγίωση μιας αυτοτροφοδοτούμενης επιδείνωσης της οικονομικής, πολιτικής και θεσμικής κρίσης της χώρας κατά βάση οφείλεται στον οικονομικό και ιδίως τον πολιτικό αναλφαβητισμό μεγάλης μερίδας πολιτών που εκλαμβάνουν την πολιτική ως ένα παιχνίδι σικέ.
Επί της ουσίας ο φόβος της πολιτικής ανέδειξε τα άκρα του πολιτικού φάσματος σε πρωταγωνιστές στον δημόσιο χώρο και διάλογο. Η μιζέρια και η αποδοχή του πεπρωμένου, με την έννοια του φουκαρά Έλληνα που πλήττεται από παντού, δυστυχώς έχει επικρατήσει.
Τούτων λεχθέντων, όσοι δεν αποδεχόμαστε τις παραπάνω
συλλογιστικές, κοινώς μοιρολατρικά την κατάντια μας –γιατί περί αυτού
πρόκειται, μην γελιόμαστε, μην αποφεύγουμε την σκληρή αλήθεια- είναι
αναγκαίο από την απόγνωση να περάσουμε στην προοπτική. Οφείλουμε να την
αρθρώσουμε, να την εννοιολογήσουμε και κυρίως να την προβάλουμε
στοιχειοθετημενα, συντεταγμένα. Το χειρότερο αυτής της κυβέρνησης δεν είναι τα
απανωτά, ασύστολα ψευδη, αλλά η εμπέδωση -αν το καλοσκεφτείτε- ότι δεν υπάρχει
ελπίδα, οτι ατέρμονα είμαστε θύματα λόγω συνθηκών, ότι τα αδιέξοδα είναι τάχα η
μοίρα που μας έλαχε.
Αυτή ακριβώς η μοιρολατρική αντίληψη της πολιτικής είναι
ό,τι πιο καταστροφικό εμποτίζει τις κοινωνικές δομές/συνδιαλλαγές επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και
έχω την αίσθηση ότι είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες να την αποδομήσουμε.
Δημοκρατικά, ανοιχτά και χωρίς φόβο. Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε πλέον τίποτε να
χάσουμε που δεν έχουμε ήδη απωλέσει: οικονομική αυτάρκεια, πολιτική
ομαλότητα/σταθερότητα, σεβασμό από τη διεθνή κοινότητα, αξιοπρέπεια. Και τι
ειρωνεία: είναι όλα αυτά που αξίζει η χώρα. Δεν νομίζετε;