Τί ζούμε; Ιλαρότητες; Κωμικοτραγικοτητες; Το σίγουρο είναι ότι όταν το πολιτικό σύστημα διασύρεται, αν όχι γελοιοποιείται, από έναν Χαϊκάλη, έναν Βουδούρη, έναν Παραστατίδη και το κακό συναπάντημα, ε τότε το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, φίλτατοι, προφανώς δεν είναι το χρέος ή τα ελλείμματα ή η ανεργία. Αυτά διορθώνονται. Η ζημιά, όμως, που υφίσταται ο πολιτικός διάλογος, η ταυτόχρονη απαξίωση του Κοινοβουλίου, ο αφορισμός οποιουδήποτε δεν τοποθετηθεί με αμιγώς κομματικά κριτήρια, ο εκχυδαϊσμός της πολιτικής αντιπαράθεσης, η πεζοδρομιακή αντίληψη της πολιτικής γενικότερα, σχωρνάτε με, θέλουν χρόνο και το κυριότερο πρωτοβουλίες, αν όχι ιδιαίτερη προσοχή.
Και αν η φραστική καταδίκη των παραπάνω φαινομένων εκφράστηκε σχεδόν από το σύνολο του εναπομείναντος σοβαρού πολιτικού κόσμου (η σύνθεση της παρούσας Βουλής με βάση ποιοτικά χαρακτηριστικά, είναι ίσως είναι η χειρότερη των τελευταίων 50 χρόνων, θα μου επιτρέψετε), η «απαξίωση των πολιτικών», δεν είναι απλά μια ρητορική ενός φαιοκόκκινου μετώπου ή ενός -αν θέλετε- στα όρια της παράκρουσης, πολιτικού κι όχι μόνον, σουρεαλισμού, τμήματος της κοινωνίας, ΑΛΛΑ μάλλον ένα φαινόμενο το οποίο καταδεικνύει αν μη τι άλλο τη δυστοκία να παραχθεί πολιτική ή και να οικοδομηθούν συναινέσεις σ' ένα κατεξοχήν συγκρουσιακό περιβάλλον.
Είχε σαφέστατα δίκιο, λοιπόν, χτες ο κ. Λυκούδης όταν σε κεντρικό δελτίο γνωστού τηλεοπτικού σταθμού έλεγε ότι βασικό πρόβλημα είναι η έλλειψη πολιτικών επιχειρημάτων και η υιοθέτηση αντ' αυτών ποινικοποίησης αν όχι ευτελισμού της διαφορετικής άποψης. Έτσι εξηγείται άλλωστε και το πλήθος των ετερόκλητων υποκείμενων ή συλλογικοτήτων που συναντιούνται στην εκφορά απαξιωτικού λόγου για τους πολιτικούς.
Τούτων λεχθέντων, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η δομική κρίση του πολιτικού συστήματος και το έλλειμμα σοβαρότητας στη χώρα οφείλεται στο ότι το πολιτικό σύστημα σήμερα, με όλες τις λειτουργίες και τις δομές του, δεν εγγυάται κανενός είδους κοινωνικού συμβολαίου. Σε κάθε φάση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας υπήρχε μεταξύ πολιτικής εξουσίας και κοινωνίας μια πολιτική και κοινωνική συμφωνία επωφελής και για τα δύο μέρη. Αυτό προς το παρόν, δεν υπάρχει σήμερα. Κι αυτό θα έπρεπε πρωτίστως να απασχολεί τα κόμματα, αν όχι τους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς, κι όχι το πού, πόσο και πώς διαφωνεί κάποιος με τον διπλανό του στα βουλευτικά έδρανα.
Για άλλη μια φορά παραβλέπουμε την ουσία, ρίχνουμε λάσπη στον ανεμιστήρα κι όποιον πάρει ο Χάρος. Στο τέλος, όμως, χάνουμε όλοι, αν όχι σημαντικά την αξιοπιστία μας και κυρίως τη μπάλα που μονίμως ρίχνουμε εκτός εξέδρας, μην αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα και ιδίως δίνοντας την εικόνα νηπίων που φωνάζουν, κατηγορούν, αλλά δεν προτείνουν.
Για έναν/μια άνεργο/η το χτεσινό θέαμα κατηγοριών, μηνύσεων και διαψεύσεων είναι απλά εξοργιστικό, ενώ για κάθε νοήμονα, δημοκράτη πολίτη, είναι αποθαρρυντικό, αν όχι απογοητευτικό.
Αυτό θέλουμε; Την κοινωνία στον τοίχο, αν όχι με σύνδρομα οργής και αφορισμών; Ελπίζω πως όχι. Διαφορετικά τα χειρότερα έπονται.
Και αν η φραστική καταδίκη των παραπάνω φαινομένων εκφράστηκε σχεδόν από το σύνολο του εναπομείναντος σοβαρού πολιτικού κόσμου (η σύνθεση της παρούσας Βουλής με βάση ποιοτικά χαρακτηριστικά, είναι ίσως είναι η χειρότερη των τελευταίων 50 χρόνων, θα μου επιτρέψετε), η «απαξίωση των πολιτικών», δεν είναι απλά μια ρητορική ενός φαιοκόκκινου μετώπου ή ενός -αν θέλετε- στα όρια της παράκρουσης, πολιτικού κι όχι μόνον, σουρεαλισμού, τμήματος της κοινωνίας, ΑΛΛΑ μάλλον ένα φαινόμενο το οποίο καταδεικνύει αν μη τι άλλο τη δυστοκία να παραχθεί πολιτική ή και να οικοδομηθούν συναινέσεις σ' ένα κατεξοχήν συγκρουσιακό περιβάλλον.
Είχε σαφέστατα δίκιο, λοιπόν, χτες ο κ. Λυκούδης όταν σε κεντρικό δελτίο γνωστού τηλεοπτικού σταθμού έλεγε ότι βασικό πρόβλημα είναι η έλλειψη πολιτικών επιχειρημάτων και η υιοθέτηση αντ' αυτών ποινικοποίησης αν όχι ευτελισμού της διαφορετικής άποψης. Έτσι εξηγείται άλλωστε και το πλήθος των ετερόκλητων υποκείμενων ή συλλογικοτήτων που συναντιούνται στην εκφορά απαξιωτικού λόγου για τους πολιτικούς.
Τούτων λεχθέντων, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η δομική κρίση του πολιτικού συστήματος και το έλλειμμα σοβαρότητας στη χώρα οφείλεται στο ότι το πολιτικό σύστημα σήμερα, με όλες τις λειτουργίες και τις δομές του, δεν εγγυάται κανενός είδους κοινωνικού συμβολαίου. Σε κάθε φάση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας υπήρχε μεταξύ πολιτικής εξουσίας και κοινωνίας μια πολιτική και κοινωνική συμφωνία επωφελής και για τα δύο μέρη. Αυτό προς το παρόν, δεν υπάρχει σήμερα. Κι αυτό θα έπρεπε πρωτίστως να απασχολεί τα κόμματα, αν όχι τους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς, κι όχι το πού, πόσο και πώς διαφωνεί κάποιος με τον διπλανό του στα βουλευτικά έδρανα.
Για άλλη μια φορά παραβλέπουμε την ουσία, ρίχνουμε λάσπη στον ανεμιστήρα κι όποιον πάρει ο Χάρος. Στο τέλος, όμως, χάνουμε όλοι, αν όχι σημαντικά την αξιοπιστία μας και κυρίως τη μπάλα που μονίμως ρίχνουμε εκτός εξέδρας, μην αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα και ιδίως δίνοντας την εικόνα νηπίων που φωνάζουν, κατηγορούν, αλλά δεν προτείνουν.
Για έναν/μια άνεργο/η το χτεσινό θέαμα κατηγοριών, μηνύσεων και διαψεύσεων είναι απλά εξοργιστικό, ενώ για κάθε νοήμονα, δημοκράτη πολίτη, είναι αποθαρρυντικό, αν όχι απογοητευτικό.
Αυτό θέλουμε; Την κοινωνία στον τοίχο, αν όχι με σύνδρομα οργής και αφορισμών; Ελπίζω πως όχι. Διαφορετικά τα χειρότερα έπονται.