Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Αναζητείται σοβαρότητα

Παρακολουθώ μέρες τώρα την σύγκρουση για το μέλλον της κεντροαριστεράς και κυρίως της υποθετικής προεκλογικής και μετεκλογικής συνεργασίας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Καταρχήν αν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να σωθεί εν μέρει πολιτικά και να ανακτήσει μέρος των ποσοστών του, η στοχοπροσήλωσή του πρέπει να είναι προς το ΠΑΣΟΚ, γιατί από εκεί άντλησε και αντλεί ακόμα ψήφους. Τι κάνει νιαου νιαου στα κεραμίδια βασικά, θα μου πείτε. Γι' αυτό σαν παλιά πολιτική καραβάνα βγήκε ο Φιλης να μας υπενθυμίσει ότι γνωρίζουν από πολιτική τακτική στον ΣΥΡΙΖΑ. Μόνον που το θυμήθηκαν αργά και ετεροχρονισμένα, τώρα που μπάζει το καράβι και αφού αποδεχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ το αδιανόητο: να συνεργαστεί με ένα ριζοσπαστικό δεξιό στα όρια του ακροδεξιού κόμμα, τους ΑΝΕΛ. Θα πετύχει η μεταστροφή; Πολύ αμφιβάλλω. Κυρίως γιατί μεγάλο κομμάτι του ΠΑΣΟΚ βγάζει σπυριά στο άκουσμα του ΣΥΡΙΖΑ και ιδίως γιατί η πτώση ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ πλέον είναι σχεδόν νομοτελειακή λογω της αποτυχημένης εφαρμοσμένης πολιτικής του που ρήμαξε και βουλιάζει ελευθερους επαγγελματίες, αγρότες, συνταξιούχους, βασικά όλους μας πια.

Κατά δεύτερον, για το θέμα της προεκλογικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ: εάν η Δημοκρατική Συμπαραταξη αποφασίσει να συνεχίσει το φλερτ, θα χάσει προς δυο πλευρές: τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, μάλλον είναι αφελής το ελάχιστο, άπειρος πολιτικά το κυριότερο. Η ηγεσία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης αμφιταλαντεύεται κι έχει επιλέξει ιδίως με τις τελευταίες ανακοινώσεις της να αυτοκτονήσει πολιτικά βγάζοντας από το σεντούκι της πολιτικής ιστορίας συνθήματα/κλισέ μιας προηγούμενης εποχής που όχι μόνον δεν συνάδουν με αυτό που ζούμε, αλλά δεν ταιριάζουν και σε ένα κόμμα που καμωνεται ότι αποτελεί τον πυρήνα της εν δυνάμει σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Σκληρή η αλήθεια, αλλά απαραίτητη εδώ που φτάσαμε. Ξεχωρίζω τον Βενιζέλο και διάφορα άλλα στελέχη που όντως έχουν διαφορετική προσέγγιση, αλλά δεν αρκούν δυστυχώς. Την πολιτική γραμμή ενός κόμματος την κοινωνεί η ηγεσία του πρωτίστως. Και ο νοών νοείτω. Μην ξαναμάθουμε την πολιτική αλφαβήτα από την αρχή...

Όσον αφορά την πιθανή μετεκλογική συνεργασία Δημοκρατικής Συμπαραταξης και ΣΥΡΙΖΑ, που διαβάζω, δύο ερωτήματα:

α) Στο σενάριο που θέλει τη Δημοκρατική Συμπαράταξη να ανακτεί κάποια μεγαλύτερα ποσοστά και τον ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέφει στο 5%, γιατί θα πρέπει να σκεφτεί η Δημοκρατική Συμπαραταξη τότε συνεργασία; Είναι συγγενές κόμμα με τον ΣΥΡΙΖΑ; Ως πότε θα θεωρούμε ότι όντως θα γίνει επιτέλους σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην Ελλάδα κοιτώντας αριστερά μόνον σταθερά κι απαρέγκλιτα; Άλλο δημοκρατικός σοσιαλισμός -που κι αυτός πλέον ξεπερασμένος στην Ε.Ε. και ορθώς- κι άλλο σοσιαλδημοκρατία να θυμίσω. Και στο κάτω -κάτω στον ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ακόμα στον επαναστατικό σοσιαλισμό, στην ριζοσπαστικοποίηση. Για ποια σύγκλιση, λοιπόν, μιλάμε; Σε ποια βάση, όταν μάλιστα αυτή δεν υφίσταται καν;

β) Θεωρούμε πράγματι ότι υπάρχει αριστερή (ΣΥΡΙΖΑ) και δεξιά (Δημοκρατικη Συμπαραταξη) σοσιαλδημοκρατία; Η συζήτηση αυτή είναι άστοχη και παντελώς αυθαίρετη πολιτικά. Αυτοί οι ανιστόριτοι διαχωρισμοί του τύπου «αριστερή ή δεξιά σοσιαλδημοκρατία» γίνονται από όσους προτιμούν να κοσκινίζουν για να μη ζυμώνουν βασικά ή κυρίως να μην αποδέχονται το πασιφανές: οι κομμουνιστές απορρίπτουν την «αστική» δημοκρατία ενώ οι ριζοσπάστες αριστεροί πιστεύουν στο πέρασμα από την αντιπροσωπευτική στην άμεση δημοκρατία. Αλήθεια εκεί στην Δημοκρατική Συμπαράταξη θεωρούν όντως ότι η αμεσοδημοκρατία με την πλατεία των Αγανακτισμένων και το δημοψήφισμα του 2015 είναι το πεδίο διαμόρφωσης σοσιαλδημοκρατίας; Πιο οξύμωρο, εάν όχι παράλογο δεν γίνεται. Βασική αρχή της σοσιαλδημοκρατίας είναι η άνευ όρων υποστήριξη της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κι όχι του εθνικολαϊκισμού που συνήθως πάει πακέτο με τα κελεύσματα περί αμεσοδημοκρατίας.

Τέλος θα ήθελα να επισημάνω κάποια πράγματα που συστηματικά αποφεύγονται στον δημόσιο διάλογο για τα άνωθεν ζητήματα:
- Στην παρούσα φάση, στο συγκεκριμένο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο, με ένα αρκετά ασταθές διεθνές περιβάλλον, η συρρίκνωση της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα ποιον ακριβώς εξυπηρετεί;
- Η υπό διαμόρφωση κεντροδεξιά που ίσως έρθει στην εξουσία θα μπορέσει να περάσει τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και τη δικαιοσύνη χωρίς τη στήριξη της κεντροαριστεράς;
- Η διάσπαση του ευρωπαϊκού μετώπου στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ενισχύει την μετάβαση σε μια κανονικότητα ή μήπως το αντίθετο;

Γιατί φίλτατοι, είναι πολύ ωραία να συζητάμε λες και είμαστε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και έχουμε τον χρόνο με το μέρος μας για αμπελοφιλοσοφίες, αλλά η ουσία είναι μια: αυτή τη στιγμή η χώρα πλησιάζει με ταχύτητα στα όρια του failed state. Και προσωπικότητες που μπορούν να στηρίξουν μια διαφορετική πορεία για να μην φτάσουμε ως εκεί υπάρχουν σε τρεις χώρους: τη ΝΔ, τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, το Ποτάμι. Αρέσει-δεν αρέσει. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και η ΧΑ είναι αυτοί που επιθυμούν την εθνική περιχαράκωση και την δραχμοποίηση -ας μου επιτραπεί ο όρος- των πάντων. Το ΚΚΕ και η Ένωση Κεντρώων δεν χρήζουν ανάλυσης, ουτε και μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αποτελούν τον καταλύτη των πολιτικών εξελίξεων.

Η ΝΔ έχει σαφές στίγμα εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη αναλώνεται στην εσωστρέφεια και το Ποτάμι στη κοσμάρα του. Αρκεί ένας Μητσοτάκης; Και πόσοι από όλους αυτούς που θέλουν απλά να ξεφορτωθουν τον ΣΥΡΙΖΑ, θα βάλουν πλάτη την επόμενη μέρα σε επώδυνες αποφάσεις; Πιστεύω ελάχιστοι. Προσωπικά έχω μάθει να αντιμετωπίζω τα πολιτικά διλήμματα πάντα με αναφορά πρωτίστως στο παρόν και στο άμεσο μέλλον και δευτερευόντως στο τι θα ήθελα κατά βάθος ως πολίτης και γυναίκα εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα εν Ελλαδι. Προσοχή, λοιπόν, στις αυταπάτες ενθεν κι ενθεν. Ούτε η ΝΔ έχει πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα ακόμη, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η πολυπόθητη νύφη όπως κάποιοι υποστηρίζουν.

Η πραγματικότητα απαιτεί απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα:
α) Πώς θα πάμε σε εκλογές χωρίς να βρεθεί η χώρα στα τάρταρα απομονωμένη και περιθωριοποιημένη στο ευρωπαϊκό περιβάλλον;
β) Ποιες οι απαραίτητες πολιτικές που θα πρέπει να δρομολογηθούν την επομένη στο Ασφαλιστικό -προς το παρόν τηρείται σιγήν ιχθύος στο συγκεκριμένο από τα κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου- με τα σημερινά δεδομένα;
γ) Πώς η χώρα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της στους εταίρους, ενώ θα μειώσει ταυτοχρόνως τους φόρους και θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της;
δ) Πώς θα καλυφθούν οι τραγικές ελλείψεις του κρατικού μηχανισμού όταν λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν ενώ συρρικνώνεται το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό σε εξειδικευμένους νέους;

Σε τελική ανάλυση, δεν υποτιμώ τις ιδεολογικές αναζητήσεις, ούτε τους πολιτικούς τακτικισμούς. Μόνον που θεωρώ ότι πλέον ο χρόνος μετρά αντίστροφα κι εμείς αναλωνόμαστε σε ασκήσεις επί χάρτου χωρίς να υπολογίζουμε τους ξενοδόχους: 1) Τις αμφίρροπες αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις στον στενό πυρήνα της Ε.Ε. - Τραμπ στις ΗΠΑ, 2) Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που δεν ελπίζει σε τίποτε, έχει παραδοθεί στην απελπισία και έχει απαξιώσει συλλήβδην το πολιτικό σύστημα.