Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Η πιο όμορφη απάτη



Ο Γιος του Σαούλ (α), Η Νιότη (β), Αστακός (γ) σε 2 μέρες. Μόνη μου κατ' επιλογήν σχεδόν σε prive προβολή. Ανάμεικτα συναισθήματα. Η δύναμη της σκηνοθεσίας (α), του σεναρίου/ερμηνειών (β), του συμβολισμού (γ). Κάθε ταινία κι από ένας ύμνος, μια ελεγεία στο σινεμά.

Αν κάτι συνειδητοποίησα αυτό το διήμερο είναι πρώτον ότι βλακωδώς δεν συνέχισα τις κινηματογραφικές σπουδές μετά το μεταπτυχιακό μου που είχα επικεντρωθεί στη σκηνοθεσία -ποτέ δεν είναι αργά όμως- και κατά δεύτερον ότι ο κινηματογράφος είναι η πιο πολυεπίπεδη και ταυτόχρονα μυσταγωγική μορφή τέχνης. Ίσως γι' αυτό και η αδυναμία μου σ' αυτόν, σε αντίθεση με το θέατρο που στο πρώτο μισαωρο έχω ήδη βαρεθεί, νιώθω να ασφυκτιώ. Ξέρω, ακούγομαι ωσάν περίεργη, αν όχι αλλόκοτη, ιδίως σε μια χώρα με θεατρική παράδοση κι ιστορία, αλλά η αλήθεια είναι ότι όταν κάποιος μου προτείνει σινεμά ή θέατρο, ε χωρίς δεύτερη σκέψη, η απάντηση ενστικτωδώς και σχεδόν αυτόματα είναι "σινεμά, και το συζητάς;".

Εξαιρέσεις που φυσικά επιβεβαιώνουν το παραπάνω, υπάρχουν: παρακολουθώ ανελλιπώς την θεατρική ομάδα Blitz, ενθουσιάζομαι σαν μικρό παιδί με το μαύρο θέατρο της Πράγας, μου αρέσουν οι πειραματισμοί των Patari Project. Ως εκεί όμως. Την μαγεία που έχει ο κινηματογράφος, δεν την διαθέτει ούτε στο ελάχιστο το θέατρο, για 'μένα.

Περί σινεμα ο λόγος λοιπόν. Οι τρεις παραπάνω ταινίες, όσο δυσφορία κι αν μου προκάλεσαν σε κάποια φάση είτε λόγω θεματολογίας, είτε λόγω τεχνικής προσέγγισης, μου χάρισαν ανεπανάληπτα ηχομοτιβα, με βοήθησαν να αντιληφθώ -για εντελώς διαφορετικούς λόγους η καθεμία- ότι τα ανθρώπινα πάθη από τα πιο όμορφα όπως ο έρωτας για παράδειγμα, έως τα πιο κτηνώδη όπως η κτητικότητα, έχουν δομές που παρασύρουν σε πολύ συγκεκριμένες συμπεριφορές, σχεδόν πανομοιότυπες σε κάθε άνθρωπο. Η ιδεολογία και η συναισθηματική αντίληψη δευτερευόντως, του καθενός παίζουν καθοριστικό ρόλο. Το δε ανθρώπινο σώμα, ως μορφή κι όγκος, αλλά κι ως αντικείμενο πόθου ή επιβολής δόγματος/εξουσίας, πάντα στο επίκεντρο.

Ομολογώ ότι η πιο ευχάριστη ήταν η Νιοτη. Διόλου εύπεπτη όμως. Μην γελιέστε. Το να διαπραγματεύεται την απώλεια, το γήρας, το θάνατο και να σε κάνει να γελάς με την ψυχή σου και μετά να συνειδητοποιείς ότι αυτό που γέλασες είναι αντίστοιχα το ίδιο που θα μπορούσε να σε κάνει να σπαράξεις στο κλάμα... ε μαεστρία αναμφίβολα. Το πώς θα παρουσιάσεις ένα γεγονός, ίσως τελικά υπερβαίνει και το γεγονός το ίδιο. Το ότι σε ένα κινηματογράφο της Θεσσαλονίκης μια 80 φευγα, δυο έφηβοι και μια οσονουπω 40ρα γέλαγαν ταυτόχρονα δεν είναι αμελητέο, ούτε ευκαταφρόνητο.



Η δε μουσική επένδυση απιθανη, με διαμαντάκια το ένα μετά το άλλο και cover αξιοζήλευτα, ενώ ο μετρ υποκριτικής τέχνης κ. Michael Caine δίνει ΤΟ ρεσιτάλ, με τα καρέ και τα κοντινά πλάνα γυμνών σωμάτων, νέων και γέρων, να γεμίζουν όμορφα την μεγάλη οθόνη. Η φωτογραφία άψογη και το τοπίο πάντα σε αντίθεση με τους χαρακτήρες. Έξυπνο, πολύ σαρκαστικό έργο που χρήζει προσοχής στους προβοκατόρικους διαλόγους που ξετυλίγονται μεταξύ σοκολάτας, νερού, γρασιδιού, χιονιού, ατμών και σαπουνόφουσκας:
-Σήμερα θα σας κάνω ένα διαφορετικό μασάζ. Είστε εκνευρισμένος. Μάλλον απογοητευμένος.
-Τα καταλαβαίνεις όλα με τα χέρια σου;
-Ναι, το άγγιγμα [...]
-Οι άνθρωποι όμως φοβούνται το άγγιγμα.
-Ναι γιατί το ταυτίζουν με την ηδονή.
-Α, γι' αυτό δεν μιλάς....

Ο Paolo Sorrentino τονίζει με κάθε τρόπο ότι τα συναισθήματα είναι σε απόλυτη συνάρτηση με τις αισθήσεις, αλλά υπεράνω απ' αυτές. Ή μήπως όχι; Ακόμα αναρωτιέμαι. Δείτε τη και πείτε μου.

Ο Αστακός, από την άλλη, για κάθε επαγγελματία του σινεμα, είτε σκηνογράφος, είτε ηθοποιός, είτε ηχολήπτης, είτε σκηνοθέτης κ.ό.κ. είναι ένα αριστούργημα . Τεχνικά πάει ένα βήμα παραπέρα. Κι εξηγούμαι: σε κάποια φάση ο Γιώργος Λάνθιμος ξεδιπλώνει εικόνες σε αργή κίνηση με ταυτόχρονα κοντινά πλάνα χωρίς να κουράζει ούτε στο ελάχιστο, προσδίδοντας ένταση στον συμβολισμό της πράξης του κυνηγιού που αποτελεί βασικό στοιχείο της ταινίας. Κυνηγιού αισθημάτων, ταύτισης, συντροφικότητας, ενσωμάτωσης, ένταξης; Και τι στα κομμάτια δεν θέτει υπό αμφισβήτηση, αν όχι σε σκέψη, ο Αστακός... Πολυδαίδαλος αλλά με σαφή θεματολογία, όσο κι αν καταφεύγει στα άκρα για να τον αποδομησει εντέχνως ο σκηνοθέτης.

Κι όσο για το απότομο φινάλε που ακούω δεξιά κι αριστερά, θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω. Ήταν ακριβώς αυτό που άρμοζε σε αυτό που διαπραγματευόταν η ταινία. Το απότομο ήταν από την αρχή και σε όλη τη διάρκεια, παρέα με το απρόσμενο. Αλίμονο αν ο Λάνθιμος δεν έμενε πιστός στον βασικό άξονα, λοιπόν, του δημιουργήματος του. Η σκηνοθεσία απαιτεί προσήλωση και αποσαφηνισμένη στοχοποίηση. Τίποτε δεν είναι στην τύχη ή απομονωμένο, όσο κι αν δίνεται αυτή η αίσθηση. Όσοι αναγνωρίζουμε και έχουμε εντρυφήσει στην ιδιαιτερότητα του εν λόγω σκηνοθέτη, δεν περιμέναμε κάτι διαφορετικό.



Οι μουσικές επιλογές ευφάνταστες - μουσική Αττίκ; Ποιος θα το περιμενε;- και η εμμονή στην αφήγηση σκηνών και συναισθημάτων σχεδόν σατανική θα μπορούσε να πει κανείς. Στο μόνο που θα διαφωνήσω με τον Γιώργο Λανθιμο είναι στον υπαινιγμό οτι η ηλεκτρονική μουσική είναι για μοναχικούς ή και μόνους ανθρώπους. Η μαζικότητα και η κοινωνικότητα αυτού του μουσικού πεδίου μάλλον αποδεικνύει το αντίθετο, όσο κι αν αντιλαμβάνομαι την χρησιμότητα της εν λόγω σκηνής και πιο πριν ατάκας.

Τέλος ο Γιος του Σαούλ. Χμμ παραδέχομαι ότι έφυγα με αίσθηση ανικανοποίητου όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους. Ούτε ξετρελάθηκα, ούτε απογοητεύτηκα την πρώτη μέρα. Δεν την βρήκα μέτρια. Όχι. Η πιο ενδιαφέρουσα τεχνικά από τις τρεις. Δεν χωρά αμφιβολία περί αυτού. Εξαιρετικά κουραστική τόσο σωματικά, όσο και ψυχολογικά. Κι ενώ είχα μείνει ολίγον τι μετέωρη όσον αφορά την αξιολόγηση της, πλέον πιστεύω, όσο περισσότερο το σκέφτομαι, ότι ο Lazlo πέτυχε διάνα αυτό που έλεγε ο Stanley Kubrick: "Μια ταινία πρέπει να είναι περισσότερο σαν μουσική παρά σαν λογοτεχνία. Πρέπει να είναι μια προοδευτική ανάπτυξη διαθέσεων και αισθημάτων. Το θέμα, αυτό που είναι πίσω από το συναίσθημα, το νόημα, όλα αυτά έρχονται αργότερα".

Ε, λοιπόν, πρώτα νιώθεις δυσφορία, αναγούλα, φρίκη, αγωνία, απογοήτευση, λύπη, οργή, κλιμακωτά διαθέσεις δηλαδή, κι όταν τελειώνει αντιλαμβάνεσαι ότι ο László Nemes κατάφερε με 3 γραμμές σενάριο -στην κυριολεξία- και κυρίως λόγω τεχνικών πρωτοτυπιών να παρουσιάσει ανάγλυφα, απλά, αλλά κι απολύτως ωμά χωρίς εντάσεις, αίματα και τα συνηθισμένα, την κτηνωδία των Ναζί. Δεν χρειάστηκε να μας πείσει η ιστορία. Δεν ήταν απαραίτητο να μάθουμε αν όντως ήταν ο γιος του...όσοι την έχουν δει, ξέρουν πολύ καλά σε τι αναφέρομαι. Σημασία είχε το νόημα πίσω από όλα αυτά. Κι αυτό, όχι απλά το ανέδειξε, αλλά κατάφερε να μας στιγματίσει.

Όλοι έφευγαν από τον κινηματογράφο με απορία, σαστισμένοι. Είχαν έρθει με τις προσδοκίες οι περισσότεροι μιας Λίστας του Σιντλερ ή μιας Η Ζωή είναι Ωραία. Κυρίες και κύριοι δεν χρειάζεται δακρύβρεχτο story ή διαμελισμένα πτώματα για να αντιληφθείς το μέγεθος της βαρβαρότητας. Αυτό μας είπε κατάμουτρα ο σκηνοθέτης της "Ο Γιος του Σαουλ". Ειναι ακριβώς όπως τόνισε σε μια συνέντευξη του: "Το Ολοκαύτωμα είναι μόνον θάνατος". Θέλετε να του προσδώσετε οδύνη, ιδεολογική χροιά, συναισθηματική φόρτιση; Κάντε το. Εγώ όμως θα θέσω το θέμα επί τάπητος, απροκάλυπτα κι απλά εξαρχής. In your face!



Μικρή υπενθύμιση: μην τυχόν φύγετε μόλις αρχίσουν και "πέφτουν" οι τίτλοι τέλους. Το πιο όμορφο μουσικό κομμάτι είναι όταν η ταινία έχει τελειώσει. Συγκινητικό και πολύ ιδιαίτερο. Θα με θυμηθείτε.

Σε τελική ανάλυση και οι 3 ταινίες ήταν υπέροχες. Σε ένα κόσμο οπού θριαμβεύουν οι ακρότητες και οι υπεραπλουστεύσεις, σε μια χώρα που η μετριότητα σαρώνει, ήταν ένα ευχάριστο κινηματογραφικό διάλειμμα. Σας τις συστήνω ανεπιφύλακτα. Η ζωή ευτυχώς δεν είναι μόνον πολιτική ή οικονομία, είναι πολλά περισσότερα. Και ο κινηματογράφος τα υπενθυμίζει με σαφήνεια... και "μαγεία".